ψοφήσει

ψοφήσει
ψόφησις
making a noise
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ψοφήσεϊ , ψόφησις
making a noise
fem dat sg (epic)
ψόφησις
making a noise
fem dat sg (attic ionic)
ψοφέω
sound
aor subj act 3rd sg (epic)
ψοφέω
sound
fut ind mid 2nd sg
ψοφέω
sound
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θνησιμαίος — α, ο (ΑΜ θνησιμαῑος, αία, ον) νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει) νεοελλ. ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα αίος* (πρβλ. αυλ αίος, θαλαμ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • σφαγάρι — το, Ν 1. ζώο που προορίζεται για σφαγή, σφάγιο 2. συνεκδ. το κρέας υγιούς σφαγίου, σε αντιδιαστολή προς το κρέας ζώου που έχει ψοφήσει 3. μτφ. πτώμα ανθρώπου που φονεύθηκε σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + κατάλ άρι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”